- πασπάλη
- η1. λεπτή σκόνη αλευριού που κάθεται στα διάφορα μέρη του μύλου.2. κάθε σώμα τριμμένο σε λεπτή σκόνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πασπάλη — the finest meal fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασπάλη — η, ΝΑ, και πάσπαλη, η, και πασπάλι, το, Ν πολύ λεπτό αλεύρι νεοελλ. 1. οποιαδήποτε ουσία τριμμένη σε λεπτή σκόνη 2. σκόνη, κονιορτός 3. (ειδικά) η λεπτότατη άχνη που διασκορπίζεται στον γύρω χώρο ή επικάθεται στα εξαρτήματα τού αλευρόμυλου κατά… … Dictionary of Greek
πασπάλην — πασπάλη the finest meal fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασπάλης — πασπάλη the finest meal fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασπαληφάγος — ον, Α αυτός που τρέφεται με πασπάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πασπάλη + φάγος*] … Dictionary of Greek
ιμαλιά — Μυθολογικό πρόσωπο. Η Ι. ήταν μία από τις Τελχίνιες νύμφες, την οποία λάτρευαν στην Ιαλυσό της Ρόδου. Ο Δίας γονιμοποίησε την Ι., που γέννησε τον Σπαρταίο, τον Κρόνιο και τον Κύτο ή Κύτιο. * * * ἱμαλιά, ἡ (Α) η άχνη από το αλεύρι κατά το άλεσμα,… … Dictionary of Greek
πάσπαλος — ὁ, Α ο κέγχρος, το κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πασπάλη κατά τα αρσ. σε ος] … Dictionary of Greek
πασπαλάς — ο [πασπάλη] 1. χοιρινό ή αρνήσιο κρέας το οποίο διατηρείται αλατισμένο και με το λίπος του σε πήλινα αγγεία 2. χυλός από αλεύρι, λάδι και τεμαχισμένα κρεμμύδια … Dictionary of Greek
πασπαλίζω — και πασπαλώνω και πασπαλώ, άω [πασπάλη] ρίχνω οποιαδήποτε σκόνη πάνω σε κάτι, επιπάσσω … Dictionary of Greek
πασπατεύω — και πασπατεύγω 1. ψάχνω με την αφή, ψηλαφώ, ψαχουλεύω 2. αγγίζω κάτι απαλά με τα δάχτυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *πασπαλεύω < πασπάλη (πρβλ. ζητώ: ζήτουλας: ζητουλεύω)] … Dictionary of Greek